Έτσι έλεγε η νύχτα και περίμενε τη θαυμαστή ώρα ν’ ανάψουν στα γαλάζια βουνά, και στα άσπρα νησιά του Αρχιπελάγου, και στα φαράγγια, και στις πολιτείες, τα μηνύματα της ελπίδας. Η μέλισσα πέταξε το καλοκαίρι μες στον ήλιο που στραφτοκοπούσε πάνω στο θυμάρι και στον ανθό, έκανε μέλι καλό, έκανε κερί κίτρινο. Το κερί έφτασε στα χέρια των ανθρώπων, ο γέροντας ιερέας με τα’ άσπρα μαλλιά φάνηκε στην ωραία πύλη κρατώντας το φως.
Το φως περνά απ’τα χέρα του στα κίτρινα κεριά, περνά στη νύχτα, περνά αναστάσιμα στις καρδιές των ανθρώπων. Η μάνα μας στέκεται στην πόρτα του καλυβιού, με τη φλόγα του κεριού κάνει σταυρό στην πόρτα, ύστερα περνά το κατώφλι. Τα καλύβι είναι στο φαράγγι· το καλύβι είναι πλάι στη θάλασσα – μυρίζει χταπόδι και ψαρική. Η μάνα μας σταυρώνει τα μικρά της που δεν ξυπνήσαν, σβήνει το κερί, το βάνει πλάι στα εικονίσματα. Βγαίνει με τον άντρα της όξω και κοιτάζει με σιγουριά τη νύχτα.